Σάββατο 24 Μαρτίου 2012

Η συμβολή των καπεταναίων των Τζουμέρκων στην Επανάσταση του 1821. Μήτρος και Γιαννάκης Κουτελίδας


Στην επαρχία της Άρτας δυο ήταν τα αρματολίκια που αναγνώρισε η τουρκική εξουσία: του Ραδοβυζίου και των Τζουμέρκων (σε πολλά έγγραφα αναφέρονται Τσουμέρκα). Έδρα των τελευταίων ήταν η Χώσεψη (σημερινή ονομασία Κυψέλη) και το Βουργαρέλι. Αρματωλός των Τζουμέρκων κατά το 1750 παρουσιάζεται ο Δημήτριος Κουτελίδας ή Χωσεψίτης. Την ίδια εποχή αρματωλός των Αγράφων ήταν ο Γερο Γιάννης Μπουκουβάλας, ό οποίος βοήθησε το ληστή Γιώργο Καλαντζή να εκδιώξει το Δημήτριο Κουτελίδα ή Χωσεψίτη, να καταλάβει τα Τζουμέρκα και να αναγνωριστεί από τους Τούρκους αυτός ως αρματωλός τους. Η οικογένεια των Κουτελιδαίων αφού εκδιώχθηκε από το λήσταρχο Καλαντζή, παρέμεινε για πολλά χρόνια στη Σκουληκαριά και το Βάλτο. Όταν ο Καλαντζής ισχυροποιήθηκε, προχώρησε και κατέλαβε την περιφέρεια Ραδοβυζίου και απομάκρυνε από εκεί τους διάφορους οπλαρχηγού του. Τις δυο αυτές περιφέρειες (Τζουμέρκων και Ραδοβυζίου) διατήρησε ο Καλαντζής μέχρι το 1770.

Τον Καλαντζή διαδέχτηκε στα δυο αρματολίκια ο Γερο- Καστανάς και μετά το θάνατό του, σε σύντομο χρονικό διάστημα, τον διαδέχτηκε στο αρματολίκι Τζουμέρκων ο γιος του Γεώργιος και στο αρματολίκι Ραδοβυζίου ο άλλος γιος του Αθανάσιος. Κατά το 1796 ο Γεώργιος Καστανάς αρρωσταίνει και φεύγει για την Πρέβεζα, αφού παραχωρήσει την οπλαρχηγία των Τζουμέρκων στο γαμπρό του, από αδελφή,  Ασπροποταμίτη Κωνσταντίνο Πουλή.

Όταν κατά το 1804, ο Κων/νος Πουλής διευκόλυνε την ομάδα του Κίτσου Μπότσαρη, μετά το χαλασμό της Μονής του Σέλτσου, ο Αλή Πασάς τον καθαιρεί από αρματωλό και τότε ο Πουλής καταφεύγει στη Θεσσαλονίκη και καταφέρνει να προσληφθεί στην υπηρεσία του Βελή Πασά, γιου του Αλή. Τότε το μεγαλύτερο τμήμα του Ραδοβυζίου παραχωρήθηκε στο Γώγο Μπακόλα. Την ίδια εποχή το αρματολίκι των Τζουμέρκων παραχωρήθηκε στο Νικόλαο Κουτελίδα, γιο του Δημητρίου Κουτελίδα-Χωσεψίτη.


Χώσεψη (Κυψέλη) Άρτας

Γνωστά παιδιά του Νικολάου Κουτελίδα ήταν οι δυο οπλαρχηγοί της Επανάστασης, Μήτρος και Γιαννάκης  και δυο κόρες. Η μία από αυτές παντρεύτηκε τον Γιακουβάκη Στουρνάρη ξάδελφο του αρματολού Ασπροποτάμου Νικολάου Στουρνάρη (στη συνέχεια, θα φανεί η σημασία αυτών των συγγενειών που παρουσιάζουμε με λεπτομέρειες).

Σύμφωνα με τον Νικόλαο Τόσκα («Χώσεψη, συμβολή εις την λαογραφίαν μας, Αθήναι 1864») τα παιδιά του Νικολαόυ Κουτελίδα γεννήθηκαν στη Σκουληκαριά κατά την περίοδο της εξορίας της οικογένειάς τους εκεί.  Το 1812 πεθαίνει ο Νικόλαος Κουτελίδας και το αρματολίκι των Τζουμέρκων περνάει στα χέρια του πρωτότοκου γιου του Μήτρου, ο οποίος στο μεταξύ είχε παντρευτεί την αδελφή του Γώγου Μπακόλα απ’ την Σκουληκαριά. Ο Γιαννάκης παντρεύτηκε την Κωνσταντινιά Οικονόμου της οικογένειας Αναγνώστη Οικονόμου από την Σκουλακαριά επίσης. Άλλη αδελφή του Γώγου Μπακόλα ήταν παντρεμένη με τον Στέργιο Νικ. Στουρνάρη. Με το κύκλωμα αυτό των γάμων η οικογένεια Κουτελίδα από την Χώσεψη απέκτησε ισχυρούς συγγενείς-συμμάχους τόσο στο Ραδοβύζι όσο και στον Ασπροπόταμο που ήταν το αρματολίκι των Στουρναραίων κι έτσι, την περίοδο της Επανάστασης γίνεται ισχυρός παράγοντας του αγώνα.


Η Μονή Αγίου Γεωργίου Βουργαρελίου

Το 1818, ο επικεφαλής της οικογένειας των Κουτελιδαίων Μήτρος, γενναίος και θερμός πατριώτης, έχοντας στο πλευρό του τον νεώτερο αδελφό του Γιαννάκη, γενναίο και σκληρό πολεμιστή, είναι από τους πρώτους στην περιοχή που μυήθηκαν στο μυστικό της Φιλικής Εταιρείας, μαζί με τον Μακρυγιάννη, Γώγο Μπακόλα, Γεώργιος Τσαρακλή και αργότερα και άλλους. Κατά την περίοδο αυτή, όλοι οι προαναφερθέντες, μαζί και άλλοι, φρόντιζαν να αγοράζουν όπλα και πολεμοφόδια, κυρίως από την Άρτα, και να τα κρύβουν. Γράφει ο Μακρυγιάννης στα απομνημονεύματά του:

«τα κρύβαμε εκεί οπούχαμε το μπαρούτι και εις τα ταβάνια των σπιτιών μας και αρματώναμε τους Επτανησιώτες και άλλους και τους δίναμε και πολεμοφόδια και τους καπεταναίους όθεν έκανε χρείαν δίναμε και των ιδίων καπεταναίων».

Όπως λέει η παράδοση, χωρίς να τεκμηριώνεται όμως με ιστορικά στοιχεία, οι καπεταναίοι των Τζουμέρκων και Ραδοβυζίων Γώγος Μπακόλας, Κουτελιδαίοι, Μάρκος Μπότσαρης, Γεώργιος Καραϊσκάκης, Ιωάννης Ράγκος, Κουτσονίκας και Ίσκος συγκεντρώθηκαν τον Ιούλη του 1821 στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου Βουργαρελίου και κήρυξαν την Επανάσταση στα Τζουμέρκα και Ραδοβύζια. Αμέσως μετά ο Γιαννάκης Κουτελίδας ξεσήκωσε τα Κατσανοχώρια.


Το "μπουγιουρντί" παράδοσης στον καπετάν Μήτρο Κουτελίδα
του καπετανάτου των Τζουμέρκων, εκ μέρους του Βεζύρη της Άρτας

Ο Μήτρος Κουτελίδας

Ήταν το μεγαλύτερο παιδί του Νικολάου Κουτελίδα. Δεν είναι γνωστό πότε γεννήθηκε. Δεν είχε παιδιά ούτε γνωρίζουμε με ποια παντρεύτηκε.  Γράφτηκε πως πήρε το αρματολίκι των Τζουμέρκων το 1812, όμως επίσημα, αυτό έγινε αργότερα. Διασώθηκε το «μπουγιουρντί» παράδοσης του αρματολικίου, από τον βεζύρη Μεχμέτ Ρασίντ Πασά της Άρτας. με την υπογραφή και τη σφραγίδα του βεζύρη, όπου αναγράφεται η ημερομηνία στις 23 Δεκέμβρη 1821. Ο Μήτρος έλαβε μέρος σε πολλές μάχες μαζί με τον αδελφό του Γιαννάκη και άλλους καπεταναίους των Τζουμέρκων. Ξακουστός έγινε για τη μάχη της Λαγαρούς (ή Λογαρούς) της Μήγερης (σημερινή ονομασία Τετράκωμο), όπου μαζί με τον Γ. Τσαρακλή, από τα Πιστιανά (σημερινή ονομασία Δίστρατο), πολέμησαν σαν γίγαντες με εκατό παλληκάρια, κατατροπώνοντας 3.000 Τούρκους, προκαλώντας το θαυμασμό των κατοίκων της περιοχής που αποτυπώνεται στο δημοτικό τραγούδι:

«Να’ μου μια πετροπέρδικα στης Λογαρούς τη βρύση
να λάλαγα κάθε πρωί δυο ώρες πριν να φέξει.
Να ξύπναγα τη συντροφιά, το Μήτρο Κουτελίδα
ξύπνα καημένη συντροφιά και Μήτρο Κουτελίδα
ν’ ακούσετε τον πόλεμο, μια ταραχή μεγάλη!
Δεν είναι κρίμα κι άδικο παρανομιά μεγάλη
να πολεμάν οι εκατό με τρεις χιλιάδες Τούρκους!»

Το τραγούδι αυτό το τραγουδούσαν και το χόρευαν για πολλά χρόνια οι γέροντες της Χώσεψης κάθε Λαμπρή. Ο Μήτρος Κουτελίδας, πριν πεθάνει στις 8 Δεκέμβρη 1824 από μακροχρόνια αρρώστια, παρέδωσε το αρματολίκι στον αδελφό του Γιαννάκη. Η λαϊκή μούσα υμνεί, τον ήρωα της μάχης του Σταυρού των Τζουμέρκων (4 Αυγούστου 1821) Γώγο Μπακόλα, με το παρακάτω τραγούδι,  στο οποίο μνημονεύεται επίσης ο Μήτρος Κουτελίδας:

-Ποιος είν’ αυτός που πολεμάει και βροντερά χουγιάζει;
Γώγος Μπακόλας πολεμάει με χίλιους πεντακόσιους*
λεβέντες Ροδοβυζιανοί, Πετρίτες του Τζουμέρκου
παστρέψτε τα ντουφέκια σας, τροχίστε τα σπαθιά σας,
τι πλάκωσ’ η αρβανιτιά για να μας ξολοθρέψουν,
να πάρουν τις γυναίκες σας, τις νύφες, τα κορίτσια,
και σεις σκλάβοι μη γίνεστε στους παλιαρβανίτες
μον’ τρέξτε για να πιάσουμε εκείνη τη ραχούλα
φτιάξτε ταμπούρια δυνατά, πιάστε τα μετερίζια.
Γιατί έρχεται η Αρβανιτιά του Πλιάσα του Πρεμέτη.
Τρεις ώρες επολέμησαν σαν άξια παλικάρια,
Φουσέκι στις μπαλάσκες τους δεν έμεινε κανένα,
Και τότε ο Γώγος φώναξε από το μετερίζι:
-Που είστε παιδιά του Τζουμερκιού, παιδιά απ’ το Ραδοβύζι,
παιδιά του βάλτου και παιδιά του Μήτρου Κουτελίδα,
βάλτε τους Τούρκους ομπροστά, χτυπάτε, πολεμάτε,
για να γλυτώσουν τη σκλαβιά τόσα γυναικοπαίδια.

(*σε άλλη παραλλαγή «μ’ εφτά χιλιάδες Τούρκους»).

Ο Γιαννάκης Κουτελίδας

Ο δευτερότοκος γιος του Νικολάου Κουτελίδα γεννήθηκε το 1784. Σύμφωνα με την παράδοση, πήρε το όνομα αυτό απ’ τα ατσάλινα χέρια του που έμοιαζαν με σιδερένιες κουτάλες. Στις διάφορες ιστορικές πηγές, τον συναντάμε και σαν Κοτυλίδη, Κουταλίδη, Κουτυλίδη, Κοτελίδα (κατά τη γνώμη του μελετητή Κωνσταντίνου Διαμάντη, από τη Ροδαυγή, το επώνυμο «Κουτελίδας» έχει παραχθεί από τη λέξη «κουτελίδα», ως παρώνυμο ή επαγγελματικό κάποιων προγόνων των Κουτελιδαίων).

Ο καπετάν Γιαννάκης ήταν ατρόμητος και τραχύς πολεμιστής και είχε λάβει μέρος σε όλες τις μεγάλες μάχες των δυο πρώτων χρόνων της Επανάστασης στην περιοχή Άρτας και Ακαρνανίας. Η γενναιότητα και η παλικαριά του είχαν γίνει θρύλος της εποχής. Οι Πασάδες τον θεωρούσαν από τους πιο επικίνδυνους αντιπάλους. Μετά τη μάχη του Πέτα, που ο Κιουταχής συνέτριψε τους Έλληνες και η Επανάσταση άρχισε να κάμπτεται, στα Τζουμέρκα και ολόκληρη την Ήπειρο, άλλοι καπεταναίοι αποχώρησαν από τον αγώνα και άλλοι προσχώρησαν στη στρατιά του Γεωργίου Καραϊσκάκη. Μεταξύ αυτών που αποχώρησαν ήταν και ο καπετάν Γιαννάκης. Εγκαταστάθηκε στο χωριό του, τη Χώσεψη, διατηρώντας ένοπλο τμήμα και «ενοχλώντας» συχνά τα διερχόμενα τουρκικά τμήματα.

Για τον λόγο αυτό, οι Τούρκοι αναγκάστηκαν να τον διορίσουν καπετάνιο των Τζουμέρκων με απόλυτη δικαιοδοσία και  προνόμια, να διοικεί και να ρυθμίζει όλα τα ζητήματα της περιοχής Ανατολικών και Δυτικών Τζουμέρκων μέχρι το Ξηροβούνι και ανατολικά μέχρι τα Ραδοβύζια.
Κατά το 1828 ξεκαθαρίζει με το ένοπλο τμήμα του την περιοχή της Μαρκινιάδας και των άλλων Ζυγοχωρίων από τη συμμορία των Λιάπηδων που λήστευαν και καταδυνάστευαν τους κατοίκους, κάτι που αδυνατούσαν να κάνουν οι Τούρκοι. Η δυναμική αυτή ενέργεια των επιβάλει στην τουρκική εξουσία που τον αναγνωρίζει πλέον επίσημα ως αρματολό στο αρματολίκι των Τζουμέρκων.

Αλεξ. Μαυροκορδάτος
Στο διάστημα που ήταν αρματολός έκανε πολλές αδικίες εναντίον των κατοίκων και δημιούργησε πολλές δυσαρέσκειες  οι οποίες οφείλονταν στον τραχύ χαρακτήρα και την δεσποτική συμπεριφορά του. Έκανε όμως και ευεργεσίες. Στην περίοδο αυτή άρχισαν να χτίζονται πάλι τα σπίτια και να στήνονται  τα καλύβια, εκεί που οι διάφοροι επιδρομείς τα είχαν καταστρέψει. Τότε έχτισε και το δικό του σπίτι, το επονομαζόμενο «σαράι».
Ο Γιαννάκης Κουτελίδας, ουδέποτε έπαψε να πιστεύει στον αγώνα που ενίσχυε με πολεμοφόδια και τρόφιμα. Φαίνεται όμως πως δεν συμφωνούσε με τα «φερσίματα» άλλων στρατηγών. Αυτό καταγράφεται σε επιστολές του που διασώζονται. Σε μια από αυτές, με αποδέκτη τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο και ημερομηνία 5/10/1824 γράφει:

«Τω εκλαμπροτάτω πρίγκηπα κ. Αλεξάνδρω Μαυροκορδάτω. Εκλαμπρότατε. Ελάβαμεν το έκλαμπρον γράμμα σας με καπετάν Γιάννη Σούκαν και κύριον Λούκαν, ωμίλησαν και εκ στόματος τα πάντα και σας πλήροφορούν εις πλάτος δια τους στρατηγούς τα φερσίματά τους οπού δουλεύουν δια πάθους και όχι δια το γένος.
Ημείς, εκλαμπρότατε, εις τις ίδιες κουβέντες οπού ήμεσταν είμεστε καθό Χριστιανοί, και εις αυτό θα αποθανώμεν δια το καλόν του γένους μας.
Παρακαλούμεν λοιπόν την εκλαμπρότητά σας να μας διατάξετε με τας πατρικάς συμβουλάς και είμεθα πρόθυμοι εις τας προσταγάς σας  και μένω.
Ο δούλος σας, Γιαννάκης Κοτηλίδας. Τη 5 Οκτωβρ. 1824. Αγίους Αποστόλους».

Οι Τούρκοι απέδωσαν σ’ αυτόν το φόνο του φοροεισπράκτορα Χαλήλ που ήταν αγαπημένος ανεψιός του Τσέλιου Πίτσαρη. Ο Τσέλιο Πίτσαρης ήταν Τουρκαλβανός αξιωματικός, γενικός στρατιωτικός διοικητής και Γενικός Επόπτης των Δερβεναγάδων, με έδρα τα Γιάννενα. Ο Χαλήλ ήταν βάναυσος στη συμπεριφορά του και μισητός από του κατοίκους των Τζουμέρκων. Δεν λογάριαζε κανέναν, ούτε τον Γιαννάκη Κουτελίδα, που όπως είπαμε ήταν ο αρματολός της περιοχής. Σε μια συνάντησή τους, ο Γιαννάκης σκοτώνει το Χαλήλ (σύμφωνα με άλλους έβαλε κάποιον άλλο και τον σκότωσε). Τότε ο Τσέλιο Πίτσαρης ξεκινάει με ένοπλο τμήμα για τα Τζουμέρκα καίγοντας και καταστρέφοντας στο διάβα του, με σκοπό να εκδικηθεί το Βουργαρέλι, στο οποίο έγινε ο φόνος.

Οι προύχοντες του χωριού τον συναντούν και τον πείθουν προσωρινά πως δεν ευθύνονται αυτοί ούτε ο Γιαννάκης για το φόνο, παρά περαστικοί ληστές. Ο Τσέλιο Πίτσαρης φεύγει από το χωριό αφού διαμηνύει στον Γιαννάκη Κουτελίδα να πάει να τον βρεί σε δυο μέρες στα Θοδώριανα. Δεν φεύγει απ’ το μυαλό του η ιδέα πως αυτός σκότωσε τον ανηψιό του. Ο Γιαννάκης αποδέχεται την πρόσκληση, όλοι έπεσαν πάνω του να μην πάει, πως είναι παγίδα, μα αυτός δεν φοβάται τίποτα και πάει να συναντήσει τον Τσέλιο Πίτσαρη με δυο άντρες του. Στα Θοδώριανα τον πυροβολούν άνανδρα και τον σκοτώνουν. Ο ηρωικός χαμός του εμπνέει ακόμα μια φορά τη λαϊκή μούσα σε πολλά τραγούδια. Δύο από αυτά:


Τα Θοδώριανα

1.
«Στη χώρα στα Θοδώριανα, μεσ’ του παπά το σπίτι,
βάρεσαν τους αρματολούς, του Καπετάν Γιαννάκη.
Ποιος θέλ’ ν’ ακούσει κλάματα δάκρυα και μοιρολόγια,
διαβάτ’ από τη Χώσεψη κι από το Βουργαρέλι,
ν’ ακούσετε τα κλάματα κι όμορφα μοιρολόγια,
πως κλαίει η καπετάνισσα, πως χύνει μαύρα δάκρυα,
σαν περδικούλα θλίβεται σαν το παπί μαδιέται,
σαν του κοράκου τα φτερά βάφει την φορεσιά της.
Σάββατο βάνει τα λερά (λερωμένα, λεκιασμένα) την Κυριακή τα μαύρα
και τη Δευτέρα την αυγή βάνει τα μοιρολόγια:
-Δεν σου ‘πα Γιάννη μ’ μια φορά δεν σου ‘πα Γιάννη μ’ δύο
τον Τσέλιο μην πιστεύεσαι και βάση μην του Βάνεις;

2.
Στο Βουργαρέλι στο χωριό ψηλά μεσ’ το Τζουμέρκο,
μια πέρδικα κατάμαυρη, κλεισμένη στο κλουβί της,
μοιρολογούσε κι έλεγε μ’ ανθρώπινη λαλίτσα:
-Δεν στο είπα Γιάννη μια φορά, δεν στο είπα τρεις και πέντε
στους Τούρκους μη πιστεύεσαι, γιατί ειν’ οχτρός κρυμμένος,
γιατί σκοτώνουν μ’ απιστιά τ’ άξια παληκάρια!
Στα λόγια όπου σου’ λεγα, εγέλασες με μένα,
εγέλασες και μου ‘λεγες τους Τούρκους δε φοβάσαι.
Και χήρα τώρα μ’ έφησες και καταφρονημένη,
και άφησες μικρά παιδιά σα μήλα μαραμένα.
Παιδί μου, πότε να σε ιδώ, να γίνεις παληκάρι,
να σέρνεις εις τον ώμο σου ντουφέκι, καρυοφίλι
κουμούρες εις τη μέση σου, σπαθί τουρκοβαμμένο
να πάρεις ράχες και βουνά, δρόμους και μονοπάτια
να βρεις τον Τσέλιο Πίτσαρη, να βρεις απ’ τη γενιά του
το αίμα για να πληρωθείς του Γιάννη Κουτελίδα
το αίμα που του χύσανε στου τραπεζιού τη μέση
όντας τα παληκάρια του ήτανε σκορπισμένα».

Η πολεμική δράση των Κουτελιδαίων στην Επανάσταση του 1821

Μια περιληπτική αναφορά στις κυριότερες μάχες που έλαβαν μέρος οι Μήτρος και Γιαννάκης Κουτελίδας:

1) Η μάχη στο Κομπότι Άρτας (30 Μάη και 8 Ιούνη 1821)

Γ. Καραϊσκάκης
Στις 26 Μάη, με διαταγή του Χουρσίτ Πασά των Ιωαννίνων, ο Ισμαήλ Πασάς Πλιάσας με αρκετή στρατιωτική δύναμη φτάνει στην Άρτα. Στις 28 του μήνα, στη θέση «Παληοκούλια» του Μακρυνόρους χτυπήθηκε από λίγους Έλληνες που είχαν επικεφαλής τον Καπετάν Ίσκο του Βάλτου. Οι Έλληνες κυνηγώντας τους Τούρκους, τους περιορίζουν έξω από το Κομπότι. Στο μεταξύ φτάνουν ενισχύσεις με επικεφαλής τους οπλαρχηγούς Γώγο Μπακόλα από Άρτα, Αναγνώστη Καραγιαννόπουλο από Βάλτο, Γιαννάκη Κουτελίδα από Τζουμέρκα και τον Γεώργιο Καραϊσκάκη που για πρώτη φορά παίρνει μέρος στην Επανάσταση.

Στις 30 Μάη οι Γιαννάκης Κουτελίδας και Γεώργιος Καραϊσκάκης, με 40 άντρες (κατά πάσα πιθανότητα Τζουμερκιώτες) χτυπούν τους Τούρκους έξω από το Κομπότι. Γράφει στα απομνημονεύματά του ο Μακρυγιάννης:

«Τις 30 Μαγιού ο Καραϊσκάκης και ο Γιαννάκης Κουτελίδας, αφού μαθαν τους Τούρκους εις το Κομπότι, πήραν σαράντα Έλληνες και πήγαν και πολέμησαν αρκετές ώρες και ως ολίγοι οι Έλληνες φύγαν χωρίς να βλαβθή ούτε τόνα μέρος ούτε τα’ άλλο. Τις 8 Γιούνη ξαναπήγαν πίσω εις Κομπότι ο Καραϊσκάκης και ο Κουτελίδας με τους ολίγους Έλληνες και πολέμησαν ως έξι ώρες και σκοτώθηκαν κάμποσοι Τούρκοι και πληγωθήκανε. Επληγώθη και ο Καραϊσκάκης εις την φύση, Περιπαίζοντας τους Τούρκους τους γύριδε τον κώλο και πληγώθη».

Ο Γιαννάκης Κουτελίδας μεταφέρει τον τραυματισμένο Καραϊσκάκη στο Λουτράκι Ξηρομέρου για θεραπεία και επιστρέφει στο Κομπότι.

2) Η μάχη της Λαγκάδας (18 Ιούνη 1821)

Χουρσίτ Πασάς
Μετά τις απώλειες που έπαθε ο Ισμαήλ Πασάς στην «Παληοκούλια» και στο  Κομπότι, ζητάει ενισχύσεις από τον Χουρσίτ Πασά που του στέλνει αμέσως 2.000 άντρες. Με συνολικά 4.000 στρατό ο Ισμαήλ επιτίθεται στον Γώγο Μπακόλα και σε άλλους οπλαρχηγούς, στη θέση «Αγία Παρασκευή». Οι Έλληνες θριαμβεύουν, προκαλώντας τεράστιες απώλειες στους Τούρκους, που εγκαταλείπουν 250 νεκρούς (1000 σύμφωνα με το Μακρυγιάννη), πολλά πολεμοφόδια και μεταγωγικά με τροφές. Οι έλληνες χάνουν 20 παληκάρια. Στη μάχη αυτή δοξάζεται ο Γώγος Μπακόλας. Η νίκη αυτή στη μάχη της Λαγκάδας είναι καθοριστική για την έκβαση του αγώνα, που θα έπαιρνε άλλη τροπή αν οι Τούρκοι περνούσαν στη Ρούμελη. Σ’ αυτή τη μάχη δεν συμμετέχουν οι Κουτελιδαίοι που βρίσκονται στους Καλαρρύτες. Πολιορκούν τον προδότη καπετάν Κωνσταντή Πουλή (Π’λη) που βρίσκεται κλεισμένος μαζί με Τούρκους στο μοναστήρι του χωριού, χωρίς όμως να κατορθώσουν να τον αιχμαλωτίσουν.

3) Η μάχη της Πλάκας (στα τέλη Ιούνη 1821)

Ταυτόχρονα με την επιχείρηση των Κουτελιδαίων στο μοναστήρι των Καλαρρυτών, ο Γ. Μπακόλας, με άλλη δύναμη Ελλήνων μαχητών, έπειτα από φονική μάχη κατά των Τούρκων του Βεκούτ-Γαρδίκη, καταλαμβάνει την Πλάκα. Ο Χουρσίτ Πασάς μαθαίνοντας την πανωλεθρία, στρατολογεί 8.000 Τουρκαλβανούς και με επικεφαλής τον Αλή Πασά Μωραΐτη τους στέλνει να ανακαταλάβουν την Πλάκα. Ο Μπακόλας ζητάει βοήθεια από τον Γιαννάκη Κουτελίδα και τους καπεταναίους Ίσκο και Βαρνακιώτη. Όλοι μαζί επιτίθενται αστραπιαία στους Τούρκους και τους αφανίζουν κυριολεκτικά. Πάλι ο Χουρσίτ συγκεντρώνει νέα στρατεύματα και τα στέλνει για ακόμα μια φορά, να εκδιώξουν τους Έλληνες από την Πλάκα. Στη νέα μάχη, εκτός από τον Μπακόλα και το Γιαννάκη Κουτελίδα, συμμετέχουν και οι Σουλιώτες οπλαρχηγοί Μάρκος και Κίτσος Μπότσαρης. Οι Τούρκοι πάλι δεν τα καταφέρνουν.


Επιγραφή δίπλα στο γεφύρι της Πλάκας, με αναφορά στη μάχη του 1821

4) Η καταστροφή των Καλαρρυτών (10 Ιούλη 1821)

Στις αρχές Ιούλη οι Γιαννάκης Κουτελίδας, Μήτρο Γώγος, Γιαννάκης Ράγκος και Νικολάκης Στουρνάρης, χτυπούν τους Τούρκους και καταλαμβάνουν τους Καλαρρύτες. Ο Χουρσίτ Πασάς από τα Γιάννενα, έξαλλος από τις συνεχόμενες αποτυχίες, στέλνει τον Ισμαήλ Πασά Πλιάσα με 2.000 άντρες στους Καλαρρύτες και τον Τοπάλ Αλή Πασά με άλλους 2.000 προς την Πλάκα, με διαταγή να λεηλατήσουν μην αφήνοντας «λίθο επί λίθου» και να κάψουν. Κατά τη νέα μάχη που δόθηκε στους Καλαρρύτες, οι λίγοι Έλληνες με επικεφαλής τον Γιαννάκη Κουτελίδα και τον καπετάν Δήμο κάτω από την αριθμητική υπεροπλία των Τουρκαλβανών, υποχωρούν και οι τελευταίοι ανακαταλαμβάνουν το χωριό και το καταστρέφουν κυριολεκτικά. Τελευταίος από τη μάχη φεύγει ο οπλαρχηγός του Βάλτου Γερομπαλωμένος, που κλείστηκε σ’ ένα σπίτι με οχτώ παληκάρια και πολέμησε σαν λιοντάρι για πολλές ώρες.

5) Δεύτερη μάχη της Πλάκας (τρίτο δεκαήμερο του Ιούλη 1821)

Μάρκος Μπότσαρης
Ενώ ο Ισμαήλ καταφέρνει και ανακαταλαμβάνει τους Καλαρρύτες, δεν συμβαίνει το ίδιο με τον Τοπάλ Αλή που είχε ξεκινήσει, όπως είδαμε πιο πάνω, για την Πλάκα και στην πορεία ενώθηκε με τις δυνάμεις του Βεκούτ Πασά Γαρδίκη. Πέφτουν πάνω στον Μάρκο Μπότσαρη και τους 200 Σουλιώτες του. Ήταν επίσης εκεί ο Γιαννάκης Κουτελίδας και στο δρόμο βρίσκονταν (ερχόντουσαν ενισχύσεις) κι άλλοι οπλαρχηγοί από την Αιτωλοακαρνανία. Ο Μάρκος Μπότσαρης επιτίθεται πρώτος με τις λιγοστές δυνάμεις ενώ καταφτάνουν και οι ενισχύσεις και γίνεται σκληρή μάχη στην οποία τραυματίζεται (όχι σοβαρά) ο Μπότσαρης. Δεν είναι γνωστό πόσες μέρες κράτησε αυτή η μάχη, τελείωσε όμως στις 27 Ιούλη νικηφόρα για τους Έλληνες. Ο Τοπάλ Αλή, μεταξύ των άλλων τεράστιων απωλειών, χάνει και τον προσωπικό του θησαυρό που ήταν φορτωμένος σε έξι μουλάρια.

6) Ανακατάληψη της Πλάκας από τους Τούρκους

Μετά τη νικηφόρα μάχη της Πλάκας οι έλληνες κάνουν το λάθος κι αφήνουν εκεί μια μικρή φρουρά. Οι υπόλοιποι φεύγουν για τα Άγναντα όπου μοιράζουν τα λάφυρα. Ο Χουρσίτ μόλις μαθαίνει για την πανωλεθρία του Τοπάλ Αλή, στέλνει άλλους 2.000 στρατό που ενώνονται με τις δυνάμεις του Τοπάλ κοντά στο Καλέντζι. Ξέροντας για την ελλιπή φρούρηση της Πλάκας από τους Έλληνες, επιτίθεται και τους ανατρέπει σχετικά εύκολα. Όλος αυτός ο όγκος των Τούρκων στρατιωτών μεθυσμένος από τη νίκη του, ξεχύνεται στα χωριά των Τζουμέρκων, καίγοντας Καταρράκτη, Άγναντα, Ραφταναίους, Πράμαντα και Μελισσουργούς. Αυτές οι καλά σχεδιασμένες κινήσεις είχαν στόχο, με την ανακατάληψη των Καλαρρυτών και της στρατηγικής θέσης της Πλάκας, και το κάψιμο των χωριών, να καταπνιγεί κάθε μορφή αντίστασης στα Τζουμέρκα και την προώθηση των Τούρκων προς το Βάλτο και στη συνέχεια στον «διακαή πόθο» τους, το Μεσολόγγι.

7) Η μάχη του Σταυρού των Τζουμέρκων (4 Αυγούστου 1821)

Μακρυγιάννης
Μετά την ανακατάληψη της Πλάκας και την καταστροφή των Τζουμερκοχωριών, οι Τούρκοι προελαύνουν προς τα Θοδώριανα. Στις 4 Αυγούστου βρίσκονται στη θέση «Σταυρός» σε υψόμετρο 1700 μέτρων. Ξαφνιάζονται όταν βρίσκουν μπροστά τους καλά οχυρωμένους, πρίπου 70 Έλληνες με επικεφαλής τους Γώγο Μπακόλα και Γερομπαλωμένο. Ανάμεσα στα παληκάρια του Μπακόλα ήταν, απλός στρατιώτης,  κι ο Μακρυγιάννης που λίγες μέρες πριν είχε βγει από τις φυλακές της Άρτας. Οι Τούρκοι αριθμούν 2.000 άντρες.

Η μάχη ξεκινάει, ο Μπακόλας κρατάει γερά και στο μεταξύ καταφτάνουν για ενίσχυση και άλλοι καπεταναίοι. Μήτρος και Γιαννάκης Κουτελίδας, Γιαννάκης Ράγκος, Κατσικογιάννης, Σπαής, Ίσκος, Βαρνακιώτης. Το γενικό πρόσταγμα έχει ο Γώγος Μπακόλας. Η μάχη κρατάει  4 μερόνυχτα. Οι Τούρκοι υποχωρούν προς τη θέση «Αυτί»-Μελισσουργοί και από κει άγνωστο για πού. Το βράδυ της 5ης Αυγούστου για να γιορταστούν τα επινίκεια, ο ηγούμενος της Μονής Αγίου Γεωργίου Βουργαρελίου πρόσφερε γεύμα στους νικητές της μάχης, στο οποίο παρακάθησαν οι Κουτελιδαίοι, ο Λύτρας από τα Πράμαντα και άλλοι οπλαρχηγοί. Το παρακάτω δημοτικό τραγούδι αναφέρεται σ’ αυτή τη θρυλική μάχη:

«Να ‘μουν μια πετροπέρδικα στη Λογαρού στη βρύση
να ξάνοιγα πολύ ταχιά, δι’ ώρες μπριχού να φέξει
να ξύπναγα τη συντροφιά, το Μήτρο Κουτελίδα.
-Ξύπνα καημένη συντροφιά, το Μήτρο Κουτελίδα,
ξύπνα ν’ ακούσεις πόλεμο και φοβερό ντουφέκι:
-Ποιος είναι αυτός που πολεμάει Σταυρό και Χαροκόπου.
-Γώγος Μπακόλας πολεμάει μ’ εννιά χιλιάδες Τούρκους,
κι οι Τούρκοι όρκον έκαναν, όρκο στα χαϊμαλιά τους
για να περάσουν τον Ζυγό, Τζουμέρκα, Ραδοβύζι,
να πάρουν σκλάβους τα παιδιά, κορίτσια και νυφάδες.
Γώγος Μπακόλας φώναξε σαν καπετάνιος που ‘ταν:
-Γυρίστε πίσω, Τούρκοι μου, μην χάνετε τοων όρκο
κι όσο ειν’ ο Γώγος ζωντανός και ζει κι ο Κουτελίδας
σκλάβους εσείς δεν παίρνετε κορίτσια και νυφάδες,
τι εμείς, μολύβια δίνουμε σπαθιά ξεγυμνωμένα.
Που είστε παιδιά απ’ το Τζουμερκιό, παιδιά απ’ το Ραδοβύζι!
Για πολεμ΄’ατε δυνατά, όσο κι αν ημπορείτε,
να ραγισθούνε τα βουνά, ν’ αχολογούν οι κάμποι,
ν’ ακούσει τι ντουφέκι μας κι ο Μπότσαρης ο Μάρκος».

8) Η κατάληψη της Άρτας (16 Νοέμβρη 1821)

Γώγος Μπακόλας
Μετά τη νικηφόρο μάχη του «Σταυρού», οι Μήτρος και Γιαννάκης Κουτελίδας, ο Γ. Τσαρακλής από τα Πιστιανά, οι Γωγαίοι, ο Γ. Καραϊσκάκης, ο Μακρυγιάννης, οι Σουλιώτες Νότης και Μάρκος Μπότσαρης, ο Φωτομάρας, ο Βέικος, οι Τζαβελαίοι, οι Αλβανοί σύμμαχοι Άγο Βάσσαρης, Σουλεϊμάν Μέτος, το παιδί του Μούρτου Τζάλιο και άλλοι καπεταναίοι του Βάλτου, του Ξηρομέρου και των Αγράφων, αποφάσισαννα επιτεθούν κατά της Άρτας την οποία προασπίζει ο Ισμαήλ Πασάς Πλιάσας με φρούραρχο τον Σουλεϊμάν Πασά.  

Στις 15 Νοέμβρη οι Κουτελιδαίοι, ο Τσαρακλής, ο Καραϊσκάκης με τους Σουλιώτες και τους Αλβανούς -3.000 περίπου- έπιασαν το Μαράτι, τρία χιλιόμετρα έξω από την Άρτα και οχυρώθηκαν εκεί. Άλλοι 1.000 με επικεφαλής τον Μπακόλα, τον Μακρυγιάννη και τους Αγραφιώτες, Ξηρομερίτες και Βαλτινούς καπεταναίους έπιασαν τον Αη Λια της Άρτας. Με συντονισμένο σχέδιο που κατέστρωσαν ο Γώγος Μπακόλας με τον Γεώργιο Καραϊσκάκη, οι Έλληνες κινήθηκαν ταυτόχρονα , στις 16 Νοέμβρη 1821 και κατέλαβαν την Άρτα. Οι Τούρκοι κράτησαν μόνο λίγα πόστα προς το Τουρκοπάζαρο και τις κάτω συνοικίες. Η ορμή, το θάρρος, η αγωνιστικότητα και η άμιλλα των Ελλήνων μεταξύ τους κατά την πολιορκία και την κατάληψη της πόλης ήταν γεγονότα μοναδικά ως τότε στον αγώνα. Την Άρτα την κράτησαν οι Έλληνες μόλις 16 μέρες.

Αυτή ήταν σε αδρές γραμμές η σύμπραξη των καπεταναίων οπλαρχηγών Μήτρου και Γιαννάκη Κουτελίδα στην απελευθερωτική, κατά των Τούρκων, προσπάθεια στην περιοχή των Τζουμέρκων και της Άρτας.

Πηγές:

1.       Δημητρίου Φωτίου Καρατζένη: «Μήτρος και Γιαννάκης Κουτελίδας, φημισμένοι οπλαρχηγοί των Τζουμέρκων». Αθήναι 1985.
2.       «Άπαντα Μακρυγιάννη». Παρουσίαση-σχόλια Δημήτρη Φωτιάδη. Εισαγωγή-επιμέλεια Έλλης Αλεξίου. Πρόλογος Γιάννη Βλαχογιάννη. «Ιστορικές Εκδόσεις 1821».
3.       Έρευνα του Χρήστου Μ. Καραλή που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Χάος και Όψη», του Συλλόγου Κυψελιωτών Άρτας (στην Αθήνα), «ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός». Τεύχη 13 (1996) και 15 (1997).

2 σχόλια:

sofia είπε...

Πολύ καλή η ανάρτηση σου. Πόσα δεν γνωρίζουμε από την τοπική ιστορία.

Την καλησπέρα μου

Scorpion49 είπε...

Φίλε οικοδόμε καλησπέρα,
Οι Καπεταναίοι μας και τα παλληκάρια τους έγραψαν ιστορία σ’ αυτόν τον τόπο, εσείς όμως φροντίζετε να μην ξεχαστούν.
Αυτά τα γεγονότα είναι τόσο σημαντικά που πρέπει να διατηρούνται στη μνήμη των Ελλήνων, ώστε να μην ξεχνούν την ιστορία τους και παράλληλα να διδάσκονται από αυτήν.
Η αυριανή ημέρα είναι ημέρα εθνικής ανάτασης. Εύχομαι ο ελληνικός λαός να εμπνευστεί από τις ηρωικές πράξεις όλων των Καπεταναίων μας της εποχής εκείνης, και να κάνει τη δική του επανάσταση για να απαλλαγεί από το δυσβάσταχτο οικονομικό ζυγό, από τους σύγχρονους κοτζαμπάσηδες. Ήρθε ο καιρός να πολεμήσουμε για το "μπουγιουρντί" παράδοσης του καπετανάτου μας, εκ μέρους του Βεζύρη της Τρόϊκας-ΔΝΤ.
Εύχομαι καλό βράδυ!